ἀπηλιώτης

ἀπηλιωτικός

ἄπηλος
ἀπηλιωτικός, ή, όν, de l’est, Arstt. Meteor. 2, 6, 21 ||
Cp. -ώτερος, Ptol. Geogr. 1, 11, 1 (var. ἀφηλ-).
Étym. ἀπηλιώτης.