ἀπῆλιξ

ἀπηλιώτης

ἀπηλιωτικός
ἀπ·ηλιώτης, ου () avec ou sans ἄνεμος, Hdt. 4, 22 ; 7, 188 ; Thc. 3, 23, etc. vent d’est.
Étym. ἀπό, ἥλιος.