ἄπηρος

ἀπήρτημα

ἀπηρτημένως
ἀπήρτημα, ατος (τὸ) c. ἀπάρτημα, Nyss. 1, 320 c Migne.
Étym. pour la format. du mot cf. ἀπηγόρημα.