ἀπήρτημα

ἀπηρτημένως

ἀπηρτισμένως
ἀπηρτημένως, adv.
1 conséquemment à, dat. Plut. M. 105e ||
2 séparément, M. Ant. 4, 45.
Étym. ἀπαρτάω.