Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιο·σύγκριτος,
ος, ον
[
ᾰῐ
] au tissu lâche,
Gal.
6, 171
.
Étym.
ἀ. συγκρίνω
.