ἀραιοσύγκριτος

ἀραιότης

ἀραιότρητος
ἀραιότης, ητος () [] manque de densité, porosité, Hpc. 382, 7, etc. ; Arstt. Probl. 2, 32, 2 ; Plut. M. 902b.
Étym. ἀραιός.