ἄραξις

ἀραξίχειρ

ἀράομαι-ῶμαι
ἀραξί·χειρ, -χειρος (ὁ, ἡ) [ᾰρῐ] battu avec la main, Anth. 6, 94.
Étym. ἀράσσω, χείρ.