ἀρχαιολογία

ἀρχαιολογικός

ἀρχαιομελησιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιολογικός, ή, όν, habile dans la science de l’antiquité, Str. 452 (au cp. -ώτερος).
Étym. *ἀρχαιολόγος, d’ἀρχαῖος, λέγω.