ἀρχαιολογικός

ἀρχαιομελησιδωνοφρυνιχήρατος

ἀρχαῖον
ἀρχαιο·μελη·σιδωνο·φρυνιχ·ήρατος, ος, ον [ῑῡῐᾰ] composé comique dout. aimable comme un vieux chant des Sidonniennes de Phrynikhos, Ar. Vesp. 220 (ἀρχαῖος, μέλος, Σιδών, Φρύνιχος, ἐρατός).