ἀρχαιοπινής

ἀρχαιόπλουτος

ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαιό·πλουτος, ος, ον, d’une antique opulence, Eschl. Ag. 1043 ; Soph. El. 1395 ; Lys. 156, 16.
Étym. ἀ. πλοῦτος.