ἀρχιερωσύνη

ἀρχιεταῖρος

ἀρχιευνοῦχος
ἀρχι·εταῖρος, ου () compagnon-chef, Spt. 2 Reg. 16, 16, etc.
Étym. ἄρχω, ἑταῖρος.