Ἀρχηγέτης

ἀρχηγέτις

ἀρχηγικός
ἀρχ·ηγέτις, ιδος () fém. c. ἀρχηγέτης, Lyc. 1350 ; Pol. 5, 58, 4 ||
E Dat. ἀρχηγέτι, Ar. Lys. 644.