Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἀρεσκευτικός,
ή, όν
[
ᾰ
] obséquieux,
M. Ant.
1, 16
.
Étym.
ἀρεσκεύομαι
.