ἀργιϐόειος

ἀργικέραυνος

ἀργικέρως
ἀργι·κέραυνος, ος, ον [] à la foudre éclatante de blancheur, ép. de Zeus, Il. 19, 121 ; Pd. O. 8, 3 (ἀργός 1, κεραυνός).