Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀργικέραυνος
ἀργικέρως
ἀργικός
ἀργι·κέρως,
ωτος
(
ὁ, ἡ
) [
ῐ
] aux cornes blanches,
Oracl.
(
DS.
Exc.
p. 4
) (
ἀργός 1,
κέρας
).