ἀργυρίδιον

ἀργυρίζομαι

ἀργυρικός
ἀργυρίζομαι (f. ίσομαι, att. ιοῦμαι, ao. ἠργυρισάμην) [] se procurer de l’argent, Din. 95, 21 ; ἀ. τινα, Jos. A.J. 14, 14, 6, tirer de l’argent de qqn.
Étym. ἄργυρος.