ἀργυρήλατος

ἀργυρίδιον

ἀργυρίζομαι
ἀργυρίδιον, ου (τὸ) [ῠῑδ] petite quantité d’argent, Ar. Pl. 147, etc. Isocr. 291e, etc.
Étym. ἀργυρίς.