ἀργυρογνωμονικός

ἀργυρογνώμων

ἀργυροδέκτης
ἀργυρο·γνώμων, ονος () [] essayeur d’argent, Plat. Virt. 378e ; Arstt. Rhet. 1, 15 ; Plut. Crass. 2, etc.
Étym. ἄ. γνώμων.