ἀργυροκόπος

ἀργυρόκρανος

ἀργυρόκυκλος
ἀργυρό·κρανος, ος, ον [ῠᾱ] à la tête blanche, litt. argentée, Sib. 5, 47.
Étym. ἄ. *κρᾶνον ; cf. κάρηνον.