ἀργυροῦς

ἀργυροφάλαρος

ἀργυροφεγγής
ἀργυρο·φάλαρος, ος, ον [ῠᾰᾰ] aux harnais d’argent, Pol. 31, 3, 6.
Étym. ἄ. φάλαρα.