ἀργυροτρύφημα

ἀργυροτρώκτης

Ἀργυροῦν ὄρος
ἀργυρο·τρώκτης, ου () [] mangeur d’argent, ép. de Judas, Naz. 2, 256.
Étym. ἄ. τρώγω.