ἀργυρώδης

ἀργύρωμα

ἀργυρωμάτιον
ἀργύρωμα, ατος (τὸ) [] vase d’argent, Com. (Ath. 231a) ; Pol. 5, 2, 10, etc.
Étym. ἀργυρόω.