ἀργύρωμα

ἀργυρωμάτιον

ἀργυρώνητος
ἀργυρωμάτιον, ου (τὸ) [ῠᾰ] petit vase d’argent, Arr. Epict. 3, 26, 36.
Étym. ἀργύρωμα.