ἀρίδαλος

ἀριδείκετος

ἀρίδηλος
ἀρι·δείκετος, ος, ον [ᾰῐ] remarquable, Od. 11, 540 ; Hés. Th. 385 ; ἀ. ἀνδρῶν, Il. 11, 248, remarquable entre les hommes.
Étym. ἀρι-, δείκνυμι.