Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀριστερεύω
ἀριστερεών
ἀριστερόμαχος
ἀριστερεών,
ῶνος
(
ὁ
)
c.
περιστερεών,
Orph.
Arg.
916 ;
El.
N.A.
1, 35
.
Étym.
ἀριστερός
.