ἀριστερεών

ἀριστερόμαχος

ἀριστερός
ἀριστερό·μαχος, ος, ον [ᾰᾰ] qui combat de la main gauche, Herm. (Stob. Ecl. 1, 992).
Étym. ἀριστερός, μάχομαι.