ἀριστογόνος

ἀριστόδειπνον

Ἀριστόδημος
ἀριστό·δειπνον, ου (τὸ) [] déjeuner dînatoire, Alex. (Ath. 47e) ; Mén. (Poll. 6, 102).
Étym. ἄριστον, δεῖπνον.