ἀριστόδειπνον

Ἀριστόδημος

Ἀριστοδίκη
Ἀριστό·δημος, ου () [] Aristodèmos (Aristodème) h. Hdt. 4, 147, etc. ; Xén. Hell. 4, 2, 9, etc. ||
E Dor. Ἀριστόδαμος [δᾱ] Sim. fr. 188 Bgk ; Alc. 50.