Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀριστοδίκη
ἀριστόδικος
Ἀριστόδικος
ἀριστό·δικος,
ος, ον
[
ᾰδῐ
] excellent juge,
Naz.
2, 140
c
.
Étym.
ἄ. δίκη
.