Ἀριστόδημος

Ἀριστοδίκη

ἀριστόδικος
Ἀριστοδίκη, ης () [ᾰδῐ] Aristodikè, f. Anth. 6, 281, etc.
Étym. fém. d’Ἀριστόδικος.