ἀριστοκρατία

ἀριστοκρατικός

ἀριστοκρατικῶς
ἀριστοκρατικός, ή, όν [ᾰᾰ] qui concerne l’aristocratie, aristocratique, Plat. Rsp. 587d ; Arstt. Pol. 2, 6, 16, etc. ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Pol. 2, 6.
Étym. ἀριστοκρατία.