ἀριστολόχεια

ἀριστολοχία

Ἀριστόλοχος
ἀριστο·λοχία, ας () [ᾰρ] aristoloche, plante renommée pour faciliter les accouchements, Th. H.P. 9, 20, 4 ; Diosc. 3, 4.
Étym. ἄ. λόχος.