Ἀριστοφόων

ἀριστοφυής

Ἀριστοφῶν
ἀριστο·φυής, ής, ές (seul. sup. -έστατος) [] d’une excellente nature, Ecphant. (Stob. Fl. 48, 64).
Étym. ἄ. φύω.