ἀριστοφυής

Ἀριστοφῶν

ἀριστόχειρ
Ἀριστο·φῶν, ῶντος () [] Aristophôn, Thc. 8, 86 ; Xén. Hell. 6, 3, 2, etc. ||
E Poét. Ἀριστοφόων, Anth. 7, 441.