Ἀριστότιμος

ἀριστοτόκεια

ἀριστοτόκος
ἀριστο·τόκεια, ας () [] qui enfante les plus nobles fils, Thcr. Idyl. 24, 72 ; Triphiod. 401.
Étym. ἄ. τοκεύς.