Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀριστοτόκεια
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
ἀριστο·τόκος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c. le préc.
Opp.
C.
3, 62 ;
Anth.
8, 135
.
Étym.
ἄ. τίκτω
.