ἀρκτοφύλαξ

ἀρκτόχειρ

Ἄρκτων ὄρος
ἀρκτό·χειρ, ειρος (ὁ, ἡ) qui a des mains comme des pattes d’ours, Artém. 5, 49.
Étym. ἄ. χείρ.