Ἀρκτοῦρος

ἀρκτοφύλαξ

ἀρκτόχειρ
ἀρκτο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] c. Ἀρκτοῦρος 1, Arat. 92.
Étym. ἄρκτος, φ.