ἀρτίκολλος

ἀρτικόμιστος

ἀρτικροτέομαι-οῦμαι
ἀρτι·κόμιστος, ος, ον [τῐ] nouvellement apporté, Nonn. D. 9, 53.
Étym. ἄ. κομίζω.