ἀρτικόμιστος

ἀρτικροτέομαι-οῦμαι

ἀρτικῶς
ἀρτι·κροτέομαι-οῦμαι :
1 résonner en cadence, Mén. ||
2 p. suite, être d’accord, convenir, Mén. (Bkk. 447, 20).
Étym. ἄ. κροτέω.