ἀρτιτοκέω-ῶ

ἀρτίτοκος

ἀρτιτόκος
ἀρτί·τοκος, ος, ον [] nouveau-né, Ant. 6, 154 ; Luc. D. deor. 7, 1 ; fig. Opp. C. 4, 123.
Étym. ἄ. τίκτω.