ἀρτίτοκος

ἀρτιτόκος

ἀρτίτομος
ἀρτι·τόκος, ος, ον [] qui vient d’enfanter, Opp. C. 3, 119 ; Anth. 7, 729 ; 9, 2.
Étym. ἄ. τίκτω.