Ἀρτούχας

ἀρτοφαγέω-ῶ

ἀρτοφάγος
ἀρτοφαγέω-ῶ [φᾰ] manger du pain, Hdt. 2, 77 ; Hpc. 530, 14.
Étym. ἀρτοφάγος.