ἀρτοφαγέω-ῶ

ἀρτοφάγος

Ἀρτοφάγος
ἀρτο·φάγος, ος, ον [φᾰ] qui mange du pain, Ath. 418e ; 447c.
Étym. ἄ. φαγεῖν.