Ἀρτοξέρξης

ἀρτοποιέω-ῶ

ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιέω-ῶ :
1 faire du pain, Diosc. 2, 111, etc. ||
2 transformer en pain, acc. App. Civ. 2, 61.
Étym. ἀρτοποιός.