ἀρτοποιέω-ῶ

ἀρτοποιΐα

ἀρτοποιϊκός
ἀρτο·ποιΐα, ας () confection du pain, Xén. Mem. 2, 7, 6 ; Ar. fr. 295.
Étym. ἀρτοποιός.