ἀσελγαίνω

ἀσέλγεια

ἀσελγέω-ῶ
ἀσέλγεια, ας ()
1 impudence, insolence, grossièreté, Plat. Rsp. 424e ; Dém. 42, 25, etc. ||
2 mœurs dissolues, Pol. 37, 2.
Étym. ἀσελγής.