ἀσελγομανέω-ῶ

ἀσελγῶς

Ἀσέληνον
ἀσελγῶς [] adv. avec impudence, avec scandale, Ar. Pl. 560 ; Isocr. Dém. ||
Cp. ἀσελγέστερον, DC. 64, 8 ; sup. ἀσελγέστατα, DC. 79, 13.
Étym. ἀσελγής.