ἀσελγόκερως

ἀσελγομανέω-ῶ

ἀσελγῶς
ἀσελγο·μανέω-ῶ [μᾰ] être impudique jusqu’à la fureur, Luc. Philopatr. 7.
Étym. ἀσελγής, μαίνομαι.