ἀσκαρδαμύκτης

ἀσκαρδαμυκτί

ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρδαμυκτί [δᾰ] adv. sans cligner les yeux, Xén. Cyr. 1, 4, 28 ; Luc. Tim. 14.
Étym. ἀσκαρδάμυκτος.